Δευτέρα, 10 Νοεμβρίου 2025 16:55

Ακούγοντας το ελληνικό κρασί

Written by

Το ελληνικό κρασί αποτελεί όχι μόνο ένα σημαντικό προϊόν για την ελληνική οικονομία, αλλά είναι το μοναδικό ελληνικό προϊόν που έχει καταφέρει με τόσο αποτελεσματικό τρόπο, να καθιερώσει το brand «Ελλάδα» διεθνώς. Μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα το ελληνικό κρασί κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικρό μύθο γύρω από τη γεύση, τον πολιτισμό αλλά και την επιτυχία, με όρους επιχειρηματικότητας. Με λίγα λόγια, είναι ένα από τα λίγα success stories της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες και οι περισσότεροι και περισσότερες από εμάς, έχουμε τη χαρά να έχουμε λίγο από αυτό στο τραπέζι μας. Τι υπάρχει όμως πίσω από αυτό το success story; Τί υπάρχει πέρα από τον μύθο; Τι προβλήματα αντιμετωπίζει ο ελληνικός αμπελώνας και τί προοπτικές έχει; Με το CNN Greece επισκεφθήκαμε τους αμπελώνες της χώρας μας και μιλήσαμε με τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν σε αυτή την μικρή, για τα μέτρα της βιομηχανίας εποποιία, για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κρασιού.

Το ελληνικό κρασί όπως το γνωρίζουμε σήμερα και όπως στέκεται με αξιώσεις στη διεθνή αγορά, είναι μια υπόθεση λίγο ως πολύ τεσσάρων δεκαετιών, παρά το γεγονός ότι το κρασί στην Ελλάδα έχει ιστορία χιλιετιών. Οι παλιότεροι μπορεί να θυμούνται ίσως κάποιες διαφημίσεις στην τηλεόραση τη δεκαετία του ΄80. Αυτή με τον πιτσιρικά που αφηρημένος επαναλάμβανε μονολογώντας για να μην το ξεχάσει πηγαίνοντας στο μπακάλικο, το περίφημο, «ψωμί, καφέ, ρύζι, γάλα, Καμπά». Ή τον Δημήτρη Πουλικάκο να διαφημίζει την περίφημη για την εποχή «Demestiha». Εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 εμφανίζεται η πρώτη διαφήμιση του «Lac de Roches» του Μπουτάρη, που κάνει θραύση, όχι μόνο ως διαφήμιση με την υπερκαλονή της εποχής Βίκη Κουλιανού, αλλά και ως προϊόν, καθώς άνοιξε το δρόμο για αυτό που θα λέγαμε, επώνυμο, ποιοτικό κρασί για μαζική κατανάλωση με μια νότα γαλλικής φινέτσας.
«Πολλά χρόνια αργότερα, πηγαίναμε σε εκθέσεις να παρουσιάσουμε ελληνικά κρασιά και οι ξένοι που μας έβλεπαν μας έλεγαν: «Αααα Greece, retsina», παρόλο που είχαμε ήδη προχωρήσει ως οινοπαραγωγοί, είχαμε ήδη βγάλει καλά κρασιά, αναδείξει ελληνικές ποικιλίες και είχαμε ήδη ανέβει πολύ σε ποιότητα. Αυτό το λέω για να καταλάβετε πόσο δύσκολο είναι να καταρρίψεις ένα στερεότυπο και να μπορέσεις να πείσεις την αγορά να σου δώσει μια θέση στο ράφι των καταστημάτων» θα πει στο CNN Greece ο κ. Λέων Καράτσαλος εκ των ιδρυτών του Κτήματος «Γαία».
Σήμερα το ελληνικό κρασί έχει κατακτήσει με την αξία του ένα πολύ καλό όνομα στις διεθνείς αγορές, πολύ μεγαλύτερο από το πραγματικό του μέγεθος, αν αναλογιστεί κανείς ότι τόσο σε όγκο παραγωγής όσο και σε τζίρο το ελληνικό κρασί είναι πολύ χαμηλά. Πολύ σύντομα στις κάβες του εξωτερικού θα αποκτήσει τη δική του θέση στα ράφια κάτω από την ετικέτα «Ελλάδα» και θα βγει από τα ράφια με την ένδειξη «άλλες χώρες».

Η σημασία του κρασιού

Όπως λέει στο CNN Greece o κ. Στέλιος Μπουτάρης επικεφαλής του Κτήματος «Κυρ Γιάννη» και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, «το κρασί παίζει σημαντικό ρόλο για την Ελλάδα γιατί καταρχάς είναι ένας πρεσβευτής της χώρας στο εξωτερικό. Είναι το μοναδικό ελληνικό προϊόν το οποίο το έχουμε στο τραπέζι μας επώνυμα και δεύτερον και εξίσου σημαντικό, είναι ότι οι επιχειρήσεις του κρασιού βρίσκονται στην επαρχία. Κρατάμε ένα κόσμο στην επαρχία, όπως και επιστήμονες». Ο κ. Άγγελος Ιατρίδης, εκ των ιδρυτών του Κτήματος Alpha που βρίσκεται στο Αμύνταιο, τονίζει συγκεκριμένα: «Η Δυτική Μακεδονία είναι η περιοχή που έχει το μεγαλύτερο δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Έχουμε την μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού. Επενδύουμε πάρα πολύ στο κομμάτι της σταθερής εργασίας. Δεν έχουμε άτομα τα οποία δουλεύουν στο αμπέλι για μια μικρή περίοδο, για έναν-δύο μήνες. Έχουμε για όλο τον χρόνο. Οπότε διασφαλίζεται έτσι και ένα σταθερό εισόδημα για αυτούς και μια σταθερή σχέση μαζί τους. Επιπλέον, από μία έρευνα που κάναμε είδαμε ότι στο Αμύνταιο συγκεκριμένα από τα δέκα παιδιά που θα πάνε σε μια πόλη της Ελλάδας για να σπουδάσουν, μόνο το ένα θα επιστρέψει στην πόλη μας. Οπότε καταλαβαίνεται πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει εργασία εδώ, για να κρατήσει αυτούς τους ανθρώπους». «Η Αμπελουργία κρατά ζωντανή την ύπαιθρο και την ελληνική γεωργία. Επίσης δίνει μια νέα νότα αντίληψης σε ότι αφορά το επιχειρείν των νέων αγροτών» θα πει ο κ. Γιώργος Σκούρας, ιδρυτής του κτήματος Σκούρα, στη Νεμέα.

Μικροί αριθμοί, μεγάλο το αποτύπωμα

Το ελληνικό κρασί δεν έχει μεγάλο αποτύπωμα στην αγορά. Δεν ξεπερνά τα 400 εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και οι εξαγωγές φτάνουν μόλις τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Σε σχέση με άλλα προϊόντα είναι μια μικρή αγορά. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 2% της συνολικής παραγωγής. Θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο μερίδιο; Ναι αλλά δεν ευθύνονται γι αυτό οι Έλληνες παραγωγοί, καθώς το αμπέλι είναι μια καλλιέργεια που υπόκειται σε περιορισμούς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε χρόνο, η ΕΕ δίνει στην Ελλάδα το δικαίωμα να φυτέψει μέχρι 6.000 στρέμματα περίπου, νέα αμπέλια, έκταση στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αντικατάσταση των παλιών αμπελιών.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο αμπελώνας στην Ελλάδα μεγαλώνει με χαμηλό ρυθμό. Η Πορτογαλία για παράδειγμα, μια χώρα με έκταση περίπου όση και η Ελλάδα, έχει σχεδόν τριπλάσια παραγωγή. Αυτό ωστόσο οφείλεται και στο γεγονός ότι η Πορτογαλία έχει πολύ περισσότερα χρόνια παράδοσης στην συστηματική και βιομηχανική αμπελουργία και οινοποιία. Στην Ελλάδα, η οινοποιία βιομηχανικής κλίμακας είναι υπόθεση μερικών δεκαετιών. Πριν μερικές δεκαετίες υπήρχαν στην Ελλάδα μερικές δεκάδες οινοποιεία. «Σήμερα υπάρχουν 1600 οινοποιεία σε όλη την Ελλάδα και περίπου τα 1000 από αυτά είναι προϊόν της οικονομικής κρίσης», τονίζει ο κ. Μπουτάρης.
Η κρίση συνετέλεσε στο να βγει ξανά πολύς κόσμος στην επαρχία, να αναστήσει τα παλιά αμπέλια και ο κλάδος να γνωρίσει μια άνθηση. Νέοι οινοποιοί ήρθαν στο προσκήνιο, δημιουργήθηκαν πολύ καλά κρασιά, πήραν βραβεία, βγήκαν σομελιέ, δημιουργήθηκαν σχολές για σομελιέ, και αυτό συνετέλεσε και στο να αναπτυχθεί και μια οινική κουλτούρα στον Έλληνα. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι δεν είναι όλα τα οινοποιία βιώσιμα, με την έννοια ότι μπορούν να αναπτυχθούν. Ο κλάδος περνάει κι αυτός την κρίση του, για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την πτώση της κατανάλωσης, με τα αυξημένα κόστη, αλλά κυρίως με τη δομή του κλάδου.

Προβλήματα και εμπόδια

«Μέσα στα πενήντα καλύτερα κρασιά του κόσμου, υπάρχουν τέσσερα ελληνικά κρασιά και αυτό είναι μεγάλη επιτυχία. Έχουμε ξεπεράσει χώρες παραδοσιακές. Άρα το brand είναι πολύ μεγάλο. Οι ποσότητες είναι μικρές» λέει ο κ. Βαγγέλης Γεροβασιλείου από το Κτήμα Γεροβασιλείου. «Οι παραγωγοί που έχουν κάποιο μέγεθος και μπορούν να παράξουν δεν έχουν άδειες φύτευσης και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα», καταλήγει.
Η αδειοδότηση των νέων αμπελώνων όπως είπαμε και παραπάνω είναι ένα μεγάλο πρόβλημα όχι μόνο γιατί δεν δίνει τη δυνατότητα να αυξηθεί η παραγωγή αλλά και γιατί ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται οι άδειες δεν ευνοούν την δημιουργία οικονομιών κλίμακας. «Πριν 40 χρόνια που ξεκίνησα εγώ είμασταν 40 οινοποιοί και σήμερα είμαστε 1600» λέει ο κ. Σκούρας. Τι σημαίνει αυτό; Ότι τα νέα οινοποιοί που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι στην ουσία μικροί κλήροι που αγωνίζονται να επιβιώσουν. Ο τρόπος κατανομής των νέων αδειών με τη λογική του να μοιράζονται στρέμματα σε μικρούς παραγωγούς, ή σε νέους παραγωγούς, στερεί στέμματα από τους μεγάλους παραγωγούς που έχουν και τη δυνατότητα να βιομηχανοποιήσουν περαιτέρω την παραγωγή τους. Αυτό έχει και το αποτύπωμά του τελικά στην τιμή στο ράφι όσο και στο εστιατόριο. Είναι δύσκολο να μειώσεις τις τιμές όταν δεν έχει παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα και για αυτό μπορεί κανείς να δει στα σούπερ μάρκετ εισαγόμενα κρασιά από τη Λατινική Αμερική ή τη Νότια Αφρική σε πολύ χαμηλές τιμές. Εκεί δεν υπάρχουν περιορισμοί στις φυτεύσεις και κάθε παραγωγός παράγει όσο θέλει. Όταν έχει τεράστια παραγωγή, προκειμένου να την πουλήσει όλη, θα ρίξει τις τιμές όσο μπορεί. Πως να τον ανταγωνιστεί μετά ένας μικρός Έλληνας παραγωγός;
Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η προώθηση του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό. Το 2010, οι επαγγελματίες του κρασιού συνέταξαν ένα στρατηγικό σχέδιο για την προώθηση του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό και αποφασίστηκε να δοθεί έμφαση σε τέσσερις ποικιλίες ώστε να υπάρχει εστίαση της προσοχής της διεθνούς αγοράς. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι οινοπαραγωγοί συνεννοήθηκαν, έκαναν τους απαραίτητους συμβιβασμούς ώστε να προωθηθούν συγκεκριμένες ποικιλίες κάτω από το brand «Ελλάδα» και αυτό απέδωσε.
Το σχέδιο αυτό αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικό αλλά εξάντλησε τα όριά του και πλέον το κρασί χρειάζεται μια νέα ώθηση. «Χρειάζονται χρήματα για μια νέα καμπάνια στο εξωτερικό ώστε να πατήσουν εκεί οι προσπάθειές μας» λέει ο κ. Μπουτάρης. «Επιπλέον ένα σημαντικό πρόβλημα είναι η έλλειψη επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες γιατί και εκεί έχουμε μείνει πίσω. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η φορολογία. Ένα πάγιο έτοιμα μας είναι να μειωθεί το ΦΠΑ στο εστιατόριο, εκεί που είναι και το τρόφιμο, στο 13 %, όπως είναι σε πιο πολλές χώρες». Επίσης ένα πρόβλημα είναι τα εργατικά χέρια που στην περιφέρεια δεν επαρκούν. Τα προηγούμενα χρόνια εργάτες γης από τα Βαλκάνια έδωσαν λύση στο πρόβλημα αλλά πλέον δεν έρχονται και ο κλάδος προσπαθεί να φέρει εργάτες από άλλες χώρες, κυρίως της Ασίας.

Κλιματική κρίση

Η κλιματική αλλαγή για πολλά αμπελοτόπια της χώρας, κυρίως στη Νότια Ελλάδα και στα νησιά, έχει μετατραπεί σε κλιματική κρίση. Για παράδειγμα, ο αμπελώνας της Σαντορίνης, βρίσκεται στα όριά της επιβίωσής του. Τα παλαιότερα αμπέλια στη Σαντορίνη επιβιώνουν ακόμη γιατί έχοντας βαθύτερες ρίζες βρίσκουν νερό και πάλι όχι όσο χρειάζονται. Και όπως είναι φυτεμένα δύσκολα μπορούν να ποτισθούν. Τα νεότερα αμπέλια χρειάζονται νερό το οποίο όμως δεν υπάρχει. «Νομίζω ότι αυτό που θα συμβεί στην Σαντορίνη είναι πολύ άσχημο» λέει ο κ. Καράτσαλος. «Φανταστείτε, για να σας δώσω μια αίσθηση της διαφοράς, το νησί έκανε 3,5 χιλιάδες τόνους παραγωγή πριν από 5-6 χρόνια και φέτος έκανε 400-500 τόνους. Δηλαδή, μιλάμε για μια καταστροφή. Καταστροφή που έχει οικονομική συνέπεια. Κάναμε τα πάντα όλα αυτά τα χρόνια να υποστηρίξουμε και να στήσουμε τα brand της εταιρείας παντού σε όλο τον κόσμο. Αφού τα στήσαμε, ο κόσμος ζητάει κρασί και εμείς δεν έχουμε».
Η κλιματική κρίση δεν χτυπά όλους το ίδιο. Ο κ. Γεροβασιλείου σημειώνει ότι στη Βόρειο Ελλάδα ο αμπελώνας αντέχει αλλά πρώτον χρειάζεται περισσότερο νερό και δεύτερον ο τρύγος έχει έρθει χρονικά πιο νωρίς, μέσα στο καλοκαίρι.
Οι νέες κλιματικές συνθήκες δημιουργούν νέα δεδομένα και χρειάζεται νέα αντιμετώπιση στον αμπελώνα. Η λειψυδρία είναι ένα πρόβλημα αλλά ακόμη και αν λυθεί αυτό δεν σημαίνει ότι λύθηκε και το πρόβλημα των αμπελώνων. Όπως λέει ο κ. Γιάννης Βογιατζής, ιδρυτής του Κτήματος Βογιατζή και πρώην πρόεδρος του ΣΕΟ: «Το πότισμα δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση νερού. Θα πρέπει να εμβαθύνουμε πολύ περισσότερο στις επιπτώσεις, να δούμε τι έκαναν οι παλιοί γεωργοί, ξέροντας ότι το αμπέλι ζει επί αιώνες, στις δικές μας χώρες τουλάχιστον και έχει προφανώς αντεπεξέλθει σε πολύ μεγάλες κλιματολογικές δυσκολίες. Είναι μια ανθεκτική καλλιέργεια. Θέλει πολλή δουλειά, θέλει κουβέντα και θέλει τον κλάδο να είναι συντονισμένος για να αντιδράσει συνολικά».

Το μέλλον του κρασιού

«Είναι δύσκολο να προβλέψεις που θα πάει το κρασί σε μερικά χρόνια. Οι τουρίστες που ήρθαν στην Ελλάδα το 2023 είχαν πολύ διαφορετικές προτιμήσεις με τους τουρίστες που ήρθαν το καλοκαίρι του 2025» θα πει στο CNN Greece ο κ. Κωνσταντίνος Λαζαράκης, Master of Wine, οινολόγος, και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας διανομής Αίολος ΑΕ.
«Βλέπουμε τον κόσμο να πηγαίνει στα αφρώδη κρασιά, στις σαμπάνιες, πηγαίνει στα κρασιά τα ροζέ, αν και έχει αρχίσει να ξεφουσκώνει αυτό, τα κόκκινα κρασιά είναι σε ελεύθερη πτώση, τα γλυκά κρασιά στατιστικά πια είναι μη μετρήσιμο προϊόν» καταλήγει.
«Το κρασί που πίναμε πριν 20 χρόνια δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πίνουμε σήμερα και σίγουρα δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό που θα πίνουμε σε πέντε ή δέκα χρόνια» λέει ο κ. Ιατρίδης. «Από την άποψη της κατανάλωσης βλέπουμε ότι το αλκοόλ γενικά βάλλεται από συγκεκριμένες, χώρες και ομάδες καταναλωτών, όπου βλέπουν το αλκοόλ σαν εχθρό και από την άλλη εμείς, προσπαθούμε να αναδείξουμε την μεσογειακή διατροφή, την ελληνική διατροφή, την κουλτούρα του κρασιού και την ιστορία του κρασιού μέσα από μια υπεύθυνη κατανάλωση. Αυτό που πιστεύουμε σίγουρα είναι πως βλέπουμε παραδείγματος χάρη , ότι πηγαίνουμε σε κρασιά με χαμηλότερο αλκοόλ, σε αντιδιαστολή βέβαια με την κλιματική κρίση η οποία οδηγεί σε σταφύλια και κατ’ επέκταση σε κρασιά με περισσότερο αλκοόλ. Πηγαίνουμε από κρασιά τα οποία είναι μονοδιάστατα στην αρωματική τους έκφραση, σε πολυδιάστατα κρασιά, σε μεγαλύτερες ορυκτότητες, σε διαφορετική τυπολογία αρωματικής και δομής κρασιών». Οι διατροφικές συνήθειες παίζουν ρόλο συνολικά λέει ο κ Βογιατζής και οι τάσεις στο κρασί διαμορφώνονται από τον τρόπο ζωής και τη γαστρονομία. «Για παράδειγμα, πάμε σε πιο ελαφρά φαγητά. Το κόκκινο κρέας κόβεται λίγο ως πολύ. Είναι πιο ελαφριά η κουζίνα, αλλά συγχρόνως έχουμε τόσο μεγάλη δημιουργικότητα από τους σεφ και τις τοπικές κουζίνες που ανακαλύπτει κανείς μια μεγάλη δημιουργικότητα που έχει μια πολυπλοκότητα. Άρα όλο αυτό θέλει και κρασιά τα οποία να έχουν χαρακτήρα και να ταιριάζουν με τις νέες απαιτήσεις. Η τάση των ελαφριών ροζέ είναι μια πραγματικότητα ήδη και μπορεί στο μέλλον να συνεχίσει να υφίσταται. Από την άλλη μεριά υπάρχει και μεγάλη ανάπτυξη του οινοτουρισμού που ενισχύει συνολικά το κρασί. Νομίζω ότι το κρασί θα επιβιώσει, παρόλο τον πόλεμο ενάντια στο αλκοόλ, ή κάποιες άλλες τάσεις που είναι λίγο αρνητικές, όπως οι ακριβές τιμές στο εστιατόριο, που είναι αδικαιολόγητα ακριβές από τους εστιάτορες σε πολλές περιπτώσεις. Μια καλή λίστα πρέπει να έχει και ένα, δυο, τρία κρασιά που να είναι κάτω από τα 15 ευρώ, ώστε, να υπάρχουν επιλογές για τον πελάτη» καταλήγει ο κ. Βογιατζής.
Ο κ. Λαζαράκης, που γνωρίζει την αγορά από ένα άλλο πόστο, αυτό της διανομής σημειώνει ότι ίσως να δούμε σύντομα να αλλάζει και η συσκευασία στα κρασία, τονίζοντας ότι το μπουκάλι των 750 ml ίσως τελικά να είναι όπως λέει «μεγάλος περιέκτης» γιατί οι πωλήσεις στην εστίαση με το ποτήρι, ανεβαίνουν διαρκώς. Επισημαίνει ότι ο κόσμος πάει να καταναλώσει κρασί στο σπίτι του και όχι τόσο πια στο εστιατόριο.

Αντί επιλόγου

Μπορεί κανείς να μιλά για το κρασί για ώρες, ή να γράφει χιλιάδες λέξεις σε ένα άρθρο. Είναι η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου προϊόντος και το μυστήριο που το περιβάλει καθώς το αποτέλεσμα στο μπουκάλι είναι συνδυασμός, τέχνης, επιστήμης, ποιότητας πρώτης ύλης, κλιματολογικών συνθηκών, σωστού timing και πολλών άλλων που μόνο οι ειδικοί γνωρίζουν. Υπάρχει κάτι το μη προβλέψιμο στην όλη διαδικασία που δίνει αυτό το μυστήριο αλλά και ένας ρομαντισμός πίσω από τη δουλειά του οινοποιού τον οποίο βιώνουμε ως καταναλωτές. Για τον παραγωγό βέβαια είναι μια απαιτητική δουλειά, που απαιτεί πού σχολαστικότητα και αγάπη για την φύση και τη γη. Όπως λέει και ο κ. Στέλιος Μπουτάρης, το ενδιαφέρον και το ωραίο με το κρασί είναι αυτή η επιλογή της συνεχούς δοκιμής νέων γεύσεων, κάτι που αποτελεί δομικό στοιχείο της οινογευσίας. Δεν είναι όπως άλλα προϊόντα όπου ο καθένας έχει τη μάρκα ή τις μάρκες που προτιμά και αυτές αγοράζει και καταναλώνει. Στο κρασί υπάρχει μια διαρκής εμπειρία που δεν τελειώνει ποτέ.
Ο ελληνικός αμπελώνας βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο, αν τον συγκρίνουμε με άλλες χώρες, πχ Γαλλία ή Ιταλία. Εκ του αποτελέσματος όμως έχει δείξει μια απίστευτη δυναμικότητα και ανάπτυξη. Μέσα σε 40 χρόνια τα ελληνικά κρασιά, με το μικρό τους μέγεθος και όγκο παραγωγής, στέκονται ισάξια και ανταγωνιστικά απέναντι σε κολοσσούς της αγοράς. Μακάρι να είχαμε μεγαλύτερες ποσότητες να πουλήσουμε ως χώρα αλλά δυστυχώς δεν έχουμε. Το μέλλον ωστόσ, αν δεν υπάρξουν απρόοπτα, μόνο θετικό μπορεί να είναι για το ελληνικό κρασί.

Το ελληνικό κρασί αποτελεί όχι μόνο ένα σημαντικό προϊόν για την ελληνική οικονομία, αλλά είναι το μοναδικό ελληνικό προϊόν που έχει καταφέρει με τόσο αποτελεσματικό τρόπο, να καθιερώσει το brand «Ελλάδα» διεθνώς. Μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα το ελληνικό κρασί κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικρό μύθο γύρω από τη γεύση, τον πολιτισμό αλλά και την επιτυχία, με όρους επιχειρηματικότητας. Με λίγα λόγια, είναι ένα από τα λίγα success stories της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες και οι περισσότεροι και περισσότερες από εμάς, έχουμε τη χαρά να έχουμε λίγο από αυτό στο τραπέζι μας. Τι υπάρχει όμως πίσω από αυτό το success story; Τί υπάρχει πέρα από τον μύθο; Τι προβλήματα αντιμετωπίζει ο ελληνικός αμπελώνας και τί προοπτικές έχει; Με το CNN Greece επισκεφθήκαμε τους αμπελώνες της χώρας μας και μιλήσαμε με τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν σε αυτή την μικρή, για τα μέτρα της βιομηχανίας εποποιία, για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κρασιού.

Το ελληνικό κρασί όπως το γνωρίζουμε σήμερα και όπως στέκεται με αξιώσεις στη διεθνή αγορά, είναι μια υπόθεση λίγο ως πολύ τεσσάρων δεκαετιών, παρά το γεγονός ότι το κρασί στην Ελλάδα έχει ιστορία χιλιετιών. Οι παλιότεροι μπορεί να θυμούνται ίσως κάποιες διαφημίσεις στην τηλεόραση τη δεκαετία του ΄80. Αυτή με τον πιτσιρικά που αφηρημένος επαναλάμβανε μονολογώντας για να μην το ξεχάσει πηγαίνοντας στο μπακάλικο, το περίφημο, «ψωμί, καφέ, ρύζι, γάλα, Καμπά». Ή τον Δημήτρη Πουλικάκο να διαφημίζει την περίφημη για την εποχή «Demestiha». Εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 εμφανίζεται η πρώτη διαφήμιση του «Lac de Roches» του Μπουτάρη, που κάνει θραύση, όχι μόνο ως διαφήμιση με την υπερκαλονή της εποχής Βίκη Κουλιανού, αλλά και ως προϊόν, καθώς άνοιξε το δρόμο για αυτό που θα λέγαμε, επώνυμο, ποιοτικό κρασί για μαζική κατανάλωση με μια νότα γαλλικής φινέτσας.
«Πολλά χρόνια αργότερα, πηγαίναμε σε εκθέσεις να παρουσιάσουμε ελληνικά κρασιά και οι ξένοι που μας έβλεπαν μας έλεγαν: «Αααα Greece, retsina», παρόλο που είχαμε ήδη προχωρήσει ως οινοπαραγωγοί, είχαμε ήδη βγάλει καλά κρασιά, αναδείξει ελληνικές ποικιλίες και είχαμε ήδη ανέβει πολύ σε ποιότητα. Αυτό το λέω για να καταλάβετε πόσο δύσκολο είναι να καταρρίψεις ένα στερεότυπο και να μπορέσεις να πείσεις την αγορά να σου δώσει μια θέση στο ράφι των καταστημάτων» θα πει στο CNN Greece ο κ. Λέων Καράτσαλος εκ των ιδρυτών του Κτήματος «Γαία».
Σήμερα το ελληνικό κρασί έχει κατακτήσει με την αξία του ένα πολύ καλό όνομα στις διεθνείς αγορές, πολύ μεγαλύτερο από το πραγματικό του μέγεθος, αν αναλογιστεί κανείς ότι τόσο σε όγκο παραγωγής όσο και σε τζίρο το ελληνικό κρασί είναι πολύ χαμηλά. Πολύ σύντομα στις κάβες του εξωτερικού θα αποκτήσει τη δική του θέση στα ράφια κάτω από την ετικέτα «Ελλάδα» και θα βγει από τα ράφια με την ένδειξη «άλλες χώρες».

Η σημασία του κρασιού

Όπως λέει στο CNN Greece o κ. Στέλιος Μπουτάρης επικεφαλής του Κτήματος «Κυρ Γιάννη» και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, «το κρασί παίζει σημαντικό ρόλο για την Ελλάδα γιατί καταρχάς είναι ένας πρεσβευτής της χώρας στο εξωτερικό. Είναι το μοναδικό ελληνικό προϊόν το οποίο το έχουμε στο τραπέζι μας επώνυμα και δεύτερον και εξίσου σημαντικό, είναι ότι οι επιχειρήσεις του κρασιού βρίσκονται στην επαρχία. Κρατάμε ένα κόσμο στην επαρχία, όπως και επιστήμονες». Ο κ. Άγγελος Ιατρίδης, εκ των ιδρυτών του Κτήματος Alpha που βρίσκεται στο Αμύνταιο, τονίζει συγκεκριμένα: «Η Δυτική Μακεδονία είναι η περιοχή που έχει το μεγαλύτερο δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Έχουμε την μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού. Επενδύουμε πάρα πολύ στο κομμάτι της σταθερής εργασίας. Δεν έχουμε άτομα τα οποία δουλεύουν στο αμπέλι για μια μικρή περίοδο, για έναν-δύο μήνες. Έχουμε για όλο τον χρόνο. Οπότε διασφαλίζεται έτσι και ένα σταθερό εισόδημα για αυτούς και μια σταθερή σχέση μαζί τους. Επιπλέον, από μία έρευνα που κάναμε είδαμε ότι στο Αμύνταιο συγκεκριμένα από τα δέκα παιδιά που θα πάνε σε μια πόλη της Ελλάδας για να σπουδάσουν, μόνο το ένα θα επιστρέψει στην πόλη μας. Οπότε καταλαβαίνεται πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει εργασία εδώ, για να κρατήσει αυτούς τους ανθρώπους». «Η Αμπελουργία κρατά ζωντανή την ύπαιθρο και την ελληνική γεωργία. Επίσης δίνει μια νέα νότα αντίληψης σε ότι αφορά το επιχειρείν των νέων αγροτών» θα πει ο κ. Γιώργος Σκούρας, ιδρυτής του κτήματος Σκούρα, στη Νεμέα.

Μικροί αριθμοί, μεγάλο το αποτύπωμα

Το ελληνικό κρασί δεν έχει μεγάλο αποτύπωμα στην αγορά. Δεν ξεπερνά τα 400 εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και οι εξαγωγές φτάνουν μόλις τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Σε σχέση με άλλα προϊόντα είναι μια μικρή αγορά. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 2% της συνολικής παραγωγής. Θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο μερίδιο; Ναι αλλά δεν ευθύνονται γι αυτό οι Έλληνες παραγωγοί, καθώς το αμπέλι είναι μια καλλιέργεια που υπόκειται σε περιορισμούς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε χρόνο, η ΕΕ δίνει στην Ελλάδα το δικαίωμα να φυτέψει μέχρι 6.000 στρέμματα περίπου, νέα αμπέλια, έκταση στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αντικατάσταση των παλιών αμπελιών.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο αμπελώνας στην Ελλάδα μεγαλώνει με χαμηλό ρυθμό. Η Πορτογαλία για παράδειγμα, μια χώρα με έκταση περίπου όση και η Ελλάδα, έχει σχεδόν τριπλάσια παραγωγή. Αυτό ωστόσο οφείλεται και στο γεγονός ότι η Πορτογαλία έχει πολύ περισσότερα χρόνια παράδοσης στην συστηματική και βιομηχανική αμπελουργία και οινοποιία. Στην Ελλάδα, η οινοποιία βιομηχανικής κλίμακας είναι υπόθεση μερικών δεκαετιών. Πριν μερικές δεκαετίες υπήρχαν στην Ελλάδα μερικές δεκάδες οινοποιεία. «Σήμερα υπάρχουν 1600 οινοποιεία σε όλη την Ελλάδα και περίπου τα 1000 από αυτά είναι προϊόν της οικονομικής κρίσης», τονίζει ο κ. Μπουτάρης.
Η κρίση συνετέλεσε στο να βγει ξανά πολύς κόσμος στην επαρχία, να αναστήσει τα παλιά αμπέλια και ο κλάδος να γνωρίσει μια άνθηση. Νέοι οινοποιοί ήρθαν στο προσκήνιο, δημιουργήθηκαν πολύ καλά κρασιά, πήραν βραβεία, βγήκαν σομελιέ, δημιουργήθηκαν σχολές για σομελιέ, και αυτό συνετέλεσε και στο να αναπτυχθεί και μια οινική κουλτούρα στον Έλληνα. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι δεν είναι όλα τα οινοποιία βιώσιμα, με την έννοια ότι μπορούν να αναπτυχθούν. Ο κλάδος περνάει κι αυτός την κρίση του, για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την πτώση της κατανάλωσης, με τα αυξημένα κόστη, αλλά κυρίως με τη δομή του κλάδου.

Προβλήματα και εμπόδια

«Μέσα στα πενήντα καλύτερα κρασιά του κόσμου, υπάρχουν τέσσερα ελληνικά κρασιά και αυτό είναι μεγάλη επιτυχία. Έχουμε ξεπεράσει χώρες παραδοσιακές. Άρα το brand είναι πολύ μεγάλο. Οι ποσότητες είναι μικρές» λέει ο κ. Βαγγέλης Γεροβασιλείου από το Κτήμα Γεροβασιλείου. «Οι παραγωγοί που έχουν κάποιο μέγεθος και μπορούν να παράξουν δεν έχουν άδειες φύτευσης και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα», καταλήγει.
Η αδειοδότηση των νέων αμπελώνων όπως είπαμε και παραπάνω είναι ένα μεγάλο πρόβλημα όχι μόνο γιατί δεν δίνει τη δυνατότητα να αυξηθεί η παραγωγή αλλά και γιατί ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται οι άδειες δεν ευνοούν την δημιουργία οικονομιών κλίμακας. «Πριν 40 χρόνια που ξεκίνησα εγώ είμασταν 40 οινοποιοί και σήμερα είμαστε 1600» λέει ο κ. Σκούρας. Τι σημαίνει αυτό; Ότι τα νέα οινοποιοί που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι στην ουσία μικροί κλήροι που αγωνίζονται να επιβιώσουν. Ο τρόπος κατανομής των νέων αδειών με τη λογική του να μοιράζονται στρέμματα σε μικρούς παραγωγούς, ή σε νέους παραγωγούς, στερεί στέμματα από τους μεγάλους παραγωγούς που έχουν και τη δυνατότητα να βιομηχανοποιήσουν περαιτέρω την παραγωγή τους. Αυτό έχει και το αποτύπωμά του τελικά στην τιμή στο ράφι όσο και στο εστιατόριο. Είναι δύσκολο να μειώσεις τις τιμές όταν δεν έχει παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα και για αυτό μπορεί κανείς να δει στα σούπερ μάρκετ εισαγόμενα κρασιά από τη Λατινική Αμερική ή τη Νότια Αφρική σε πολύ χαμηλές τιμές. Εκεί δεν υπάρχουν περιορισμοί στις φυτεύσεις και κάθε παραγωγός παράγει όσο θέλει. Όταν έχει τεράστια παραγωγή, προκειμένου να την πουλήσει όλη, θα ρίξει τις τιμές όσο μπορεί. Πως να τον ανταγωνιστεί μετά ένας μικρός Έλληνας παραγωγός;
Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η προώθηση του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό. Το 2010, οι επαγγελματίες του κρασιού συνέταξαν ένα στρατηγικό σχέδιο για την προώθηση του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό και αποφασίστηκε να δοθεί έμφαση σε τέσσερις ποικιλίες ώστε να υπάρχει εστίαση της προσοχής της διεθνούς αγοράς. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι οινοπαραγωγοί συνεννοήθηκαν, έκαναν τους απαραίτητους συμβιβασμούς ώστε να προωθηθούν συγκεκριμένες ποικιλίες κάτω από το brand «Ελλάδα» και αυτό απέδωσε.
Το σχέδιο αυτό αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικό αλλά εξάντλησε τα όριά του και πλέον το κρασί χρειάζεται μια νέα ώθηση. «Χρειάζονται χρήματα για μια νέα καμπάνια στο εξωτερικό ώστε να πατήσουν εκεί οι προσπάθειές μας» λέει ο κ. Μπουτάρης. «Επιπλέον ένα σημαντικό πρόβλημα είναι η έλλειψη επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες γιατί και εκεί έχουμε μείνει πίσω. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η φορολογία. Ένα πάγιο έτοιμα μας είναι να μειωθεί το ΦΠΑ στο εστιατόριο, εκεί που είναι και το τρόφιμο, στο 13 %, όπως είναι σε πιο πολλές χώρες». Επίσης ένα πρόβλημα είναι τα εργατικά χέρια που στην περιφέρεια δεν επαρκούν. Τα προηγούμενα χρόνια εργάτες γης από τα Βαλκάνια έδωσαν λύση στο πρόβλημα αλλά πλέον δεν έρχονται και ο κλάδος προσπαθεί να φέρει εργάτες από άλλες χώρες, κυρίως της Ασίας.

Κλιματική κρίση

Η κλιματική αλλαγή για πολλά αμπελοτόπια της χώρας, κυρίως στη Νότια Ελλάδα και στα νησιά, έχει μετατραπεί σε κλιματική κρίση. Για παράδειγμα, ο αμπελώνας της Σαντορίνης, βρίσκεται στα όριά της επιβίωσής του. Τα παλαιότερα αμπέλια στη Σαντορίνη επιβιώνουν ακόμη γιατί έχοντας βαθύτερες ρίζες βρίσκουν νερό και πάλι όχι όσο χρειάζονται. Και όπως είναι φυτεμένα δύσκολα μπορούν να ποτισθούν. Τα νεότερα αμπέλια χρειάζονται νερό το οποίο όμως δεν υπάρχει. «Νομίζω ότι αυτό που θα συμβεί στην Σαντορίνη είναι πολύ άσχημο» λέει ο κ. Καράτσαλος. «Φανταστείτε, για να σας δώσω μια αίσθηση της διαφοράς, το νησί έκανε 3,5 χιλιάδες τόνους παραγωγή πριν από 5-6 χρόνια και φέτος έκανε 400-500 τόνους. Δηλαδή, μιλάμε για μια καταστροφή. Καταστροφή που έχει οικονομική συνέπεια. Κάναμε τα πάντα όλα αυτά τα χρόνια να υποστηρίξουμε και να στήσουμε τα brand της εταιρείας παντού σε όλο τον κόσμο. Αφού τα στήσαμε, ο κόσμος ζητάει κρασί και εμείς δεν έχουμε».
Η κλιματική κρίση δεν χτυπά όλους το ίδιο. Ο κ. Γεροβασιλείου σημειώνει ότι στη Βόρειο Ελλάδα ο αμπελώνας αντέχει αλλά πρώτον χρειάζεται περισσότερο νερό και δεύτερον ο τρύγος έχει έρθει χρονικά πιο νωρίς, μέσα στο καλοκαίρι.
Οι νέες κλιματικές συνθήκες δημιουργούν νέα δεδομένα και χρειάζεται νέα αντιμετώπιση στον αμπελώνα. Η λειψυδρία είναι ένα πρόβλημα αλλά ακόμη και αν λυθεί αυτό δεν σημαίνει ότι λύθηκε και το πρόβλημα των αμπελώνων. Όπως λέει ο κ. Γιάννης Βογιατζής, ιδρυτής του Κτήματος Βογιατζή και πρώην πρόεδρος του ΣΕΟ: «Το πότισμα δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση νερού. Θα πρέπει να εμβαθύνουμε πολύ περισσότερο στις επιπτώσεις, να δούμε τι έκαναν οι παλιοί γεωργοί, ξέροντας ότι το αμπέλι ζει επί αιώνες, στις δικές μας χώρες τουλάχιστον και έχει προφανώς αντεπεξέλθει σε πολύ μεγάλες κλιματολογικές δυσκολίες. Είναι μια ανθεκτική καλλιέργεια. Θέλει πολλή δουλειά, θέλει κουβέντα και θέλει τον κλάδο να είναι συντονισμένος για να αντιδράσει συνολικά».

Το μέλλον του κρασιού

«Είναι δύσκολο να προβλέψεις που θα πάει το κρασί σε μερικά χρόνια. Οι τουρίστες που ήρθαν στην Ελλάδα το 2023 είχαν πολύ διαφορετικές προτιμήσεις με τους τουρίστες που ήρθαν το καλοκαίρι του 2025» θα πει στο CNN Greece ο κ. Κωνσταντίνος Λαζαράκης, Master of Wine, οινολόγος, και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας διανομής Αίολος ΑΕ.
«Βλέπουμε τον κόσμο να πηγαίνει στα αφρώδη κρασιά, στις σαμπάνιες, πηγαίνει στα κρασιά τα ροζέ, αν και έχει αρχίσει να ξεφουσκώνει αυτό, τα κόκκινα κρασιά είναι σε ελεύθερη πτώση, τα γλυκά κρασιά στατιστικά πια είναι μη μετρήσιμο προϊόν» καταλήγει.
«Το κρασί που πίναμε πριν 20 χρόνια δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πίνουμε σήμερα και σίγουρα δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό που θα πίνουμε σε πέντε ή δέκα χρόνια» λέει ο κ. Ιατρίδης. «Από την άποψη της κατανάλωσης βλέπουμε ότι το αλκοόλ γενικά βάλλεται από συγκεκριμένες, χώρες και ομάδες καταναλωτών, όπου βλέπουν το αλκοόλ σαν εχθρό και από την άλλη εμείς, προσπαθούμε να αναδείξουμε την μεσογειακή διατροφή, την ελληνική διατροφή, την κουλτούρα του κρασιού και την ιστορία του κρασιού μέσα από μια υπεύθυνη κατανάλωση. Αυτό που πιστεύουμε σίγουρα είναι πως βλέπουμε παραδείγματος χάρη , ότι πηγαίνουμε σε κρασιά με χαμηλότερο αλκοόλ, σε αντιδιαστολή βέβαια με την κλιματική κρίση η οποία οδηγεί σε σταφύλια και κατ’ επέκταση σε κρασιά με περισσότερο αλκοόλ. Πηγαίνουμε από κρασιά τα οποία είναι μονοδιάστατα στην αρωματική τους έκφραση, σε πολυδιάστατα κρασιά, σε μεγαλύτερες ορυκτότητες, σε διαφορετική τυπολογία αρωματικής και δομής κρασιών». Οι διατροφικές συνήθειες παίζουν ρόλο συνολικά λέει ο κ Βογιατζής και οι τάσεις στο κρασί διαμορφώνονται από τον τρόπο ζωής και τη γαστρονομία. «Για παράδειγμα, πάμε σε πιο ελαφρά φαγητά. Το κόκκινο κρέας κόβεται λίγο ως πολύ. Είναι πιο ελαφριά η κουζίνα, αλλά συγχρόνως έχουμε τόσο μεγάλη δημιουργικότητα από τους σεφ και τις τοπικές κουζίνες που ανακαλύπτει κανείς μια μεγάλη δημιουργικότητα που έχει μια πολυπλοκότητα. Άρα όλο αυτό θέλει και κρασιά τα οποία να έχουν χαρακτήρα και να ταιριάζουν με τις νέες απαιτήσεις. Η τάση των ελαφριών ροζέ είναι μια πραγματικότητα ήδη και μπορεί στο μέλλον να συνεχίσει να υφίσταται. Από την άλλη μεριά υπάρχει και μεγάλη ανάπτυξη του οινοτουρισμού που ενισχύει συνολικά το κρασί. Νομίζω ότι το κρασί θα επιβιώσει, παρόλο τον πόλεμο ενάντια στο αλκοόλ, ή κάποιες άλλες τάσεις που είναι λίγο αρνητικές, όπως οι ακριβές τιμές στο εστιατόριο, που είναι αδικαιολόγητα ακριβές από τους εστιάτορες σε πολλές περιπτώσεις. Μια καλή λίστα πρέπει να έχει και ένα, δυο, τρία κρασιά που να είναι κάτω από τα 15 ευρώ, ώστε, να υπάρχουν επιλογές για τον πελάτη» καταλήγει ο κ. Βογιατζής.
Ο κ. Λαζαράκης, που γνωρίζει την αγορά από ένα άλλο πόστο, αυτό της διανομής σημειώνει ότι ίσως να δούμε σύντομα να αλλάζει και η συσκευασία στα κρασία, τονίζοντας ότι το μπουκάλι των 750 ml ίσως τελικά να είναι όπως λέει «μεγάλος περιέκτης» γιατί οι πωλήσεις στην εστίαση με το ποτήρι, ανεβαίνουν διαρκώς. Επισημαίνει ότι ο κόσμος πάει να καταναλώσει κρασί στο σπίτι του και όχι τόσο πια στο εστιατόριο.

Αντί επιλόγου

Μπορεί κανείς να μιλά για το κρασί για ώρες, ή να γράφει χιλιάδες λέξεις σε ένα άρθρο. Είναι η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου προϊόντος και το μυστήριο που το περιβάλει καθώς το αποτέλεσμα στο μπουκάλι είναι συνδυασμός, τέχνης, επιστήμης, ποιότητας πρώτης ύλης, κλιματολογικών συνθηκών, σωστού timing και πολλών άλλων που μόνο οι ειδικοί γνωρίζουν. Υπάρχει κάτι το μη προβλέψιμο στην όλη διαδικασία που δίνει αυτό το μυστήριο αλλά και ένας ρομαντισμός πίσω από τη δουλειά του οινοποιού τον οποίο βιώνουμε ως καταναλωτές. Για τον παραγωγό βέβαια είναι μια απαιτητική δουλειά, που απαιτεί πού σχολαστικότητα και αγάπη για την φύση και τη γη. Όπως λέει και ο κ. Στέλιος Μπουτάρης, το ενδιαφέρον και το ωραίο με το κρασί είναι αυτή η επιλογή της συνεχούς δοκιμής νέων γεύσεων, κάτι που αποτελεί δομικό στοιχείο της οινογευσίας. Δεν είναι όπως άλλα προϊόντα όπου ο καθένας έχει τη μάρκα ή τις μάρκες που προτιμά και αυτές αγοράζει και καταναλώνει. Στο κρασί υπάρχει μια διαρκής εμπειρία που δεν τελειώνει ποτέ.
Ο ελληνικός αμπελώνας βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο, αν τον συγκρίνουμε με άλλες χώρες, πχ Γαλλία ή Ιταλία. Εκ του αποτελέσματος όμως έχει δείξει μια απίστευτη δυναμικότητα και ανάπτυξη. Μέσα σε 40 χρόνια τα ελληνικά κρασιά, με το μικρό τους μέγεθος και όγκο παραγωγής, στέκονται ισάξια και ανταγωνιστικά απέναντι σε κολοσσούς της αγοράς. Μακάρι να είχαμε μεγαλύτερες ποσότητες να πουλήσουμε ως χώρα αλλά δυστυχώς δεν έχουμε. Το μέλλον ωστόσ, αν δεν υπάρξουν απρόοπτα, μόνο θετικό μπορεί να είναι για το ελληνικό κρασί.

Δημοσιεύθηκε στο CNN Greece 8.11.2025

Read 7 times

Κατηγορίες

Find me

Info

My writings on this page have been published (or intended for publication) in newspapers, magazines and various websites. They do not always reflect my personal views but I find them interesting.

Opinions on my blog are personal and do not necessarily reflect those of my employers.